του Θ.Κ. Κωνσταντινίδη*
Είναι πολύ διαδεδομένη η άποψη ότι παράγοντες σχετιζόμενοι με τις συνθήκες εργασίας είναι εφικτό να έχουν επιδράσεις στην υγεία των πολιτών.
Πρωτίστως οι φυσικοί και χημικοί παράγοντες, αλλά και οι λεγόμενοι οργανωτικοί παράγοντες, που αφορούν αυτά τα μοντέρνα νοσήματα, όπως το εργασιακό άγχος, το σύνδρομο εξάντλησης στην εργασία (burnout) και παρεμφερείς καταστάσεις, με κυρίαρχες εκφάνσεις στην ψυχική σφαίρα.
Είναι επίσης καλά μελετημένη η διάσταση των κοινωνιογενών νοσημάτων, με την έννοια ότι κοινωνικοί παράγοντες λειτουργούν ως αίτια σωματικών νοσημάτων, διάσταση που συνήθως σχετίζεται και με τις οικονομικές ανισότητες στην υγεία και κυρίως την προσπέλαση των υπηρεσιών υγείας (συχνότητα ηπατίτιδας Α σε νομαδικά διαβιούντες πολίτες).
Ανάστροφα μελετημένο το ίδιο ζήτημα: η ανεργία επίσης σχετίζεται με την υγεία. Εμπειρικές μελέτες έχουν δείξει ότι στους άνεργους παρατηρείται αύξηση της προσπελασιμότητας σε δομές παροχής υπηρεσιών υγείας. Πράγμα που σημαίνει ότι η ανεργία οδηγεί σε χαμηλή αυτοεκτίμηση της υγείας (χωρίς αυτό να τεκμηριώνει κατ’ ανάγκην χειροτέρευση της υγείας των ανέργων, αφού εμπεριέχονται υποκειμενικά στοιχεία για την κατάσταση της υγείας τους, αλλά μοιάζει να υπονοεί τη λαϊκή έκφραση "αργία μήτηρ πάσης κακίας").
Από την άλλη πλευρά, είναι βέβαιο ότι η δυσχερής θέση του άνεργου από οικονομική σκοπιά, οδηγεί σε πρόσθετα προβλήματα υγείας. Αλλωστε, είναι περίπλοκο στην ερμηνεία του το ζήτημα της αύξησης που παρατηρείται στον αριθμό των εργατικών ατυχημάτων, σε καταστάσεις οικονομικής κρίσης που οδηγούν σε αύξηση της ανεργίας. Η θεώρηση που παρουσιάσθηκε από μελέτες του Ελληνικού Ινστιτούτου Υγιεινής και Ασφάλειας της Εργασίας (ΕΛΙΝΥΑΕ) στο παρελθόν εξηγούσε το θέμα ως εξής: Η αύξηση του αριθμού των ανέργων οδηγεί σε αύξηση των παράνομα περιστασιακά εργαζόμενων. Ωστόσο τα ατυχήματα (ιδιαίτερα τα σοβαρά) δεν διαφεύγουν, επειδή ακριβώς αυτοί που τα υφίστανται, λαμβάνουν κοινωνικές παροχές (υγειονομικές και οικονομικές). Για τον λόγο αυτόν μόλις πάθουν ατύχημα κατά την εργασία (είτε με αφορμή την εργασία), καταγράφονται ως εργαζόμενοι. Ετσι, η απόλυτη αύξηση του αριθμού των ατυχημάτων δεν συνοδεύεται αναλογικά με αντίστοιχη αύξηση των απασχολούμενων (διαφεύγουν και πάλι όσοι εργάζονται παράνομα, αλλά δεν υπέστησαν εργατικό ατύχημα).
Επιπλέον, σε φάσεις οικονομικής κρίσης και καταστάσεις αύξησης της ανεργίας, εμφανίζεται πλημμελής τήρηση των κανόνων ασφάλειας κατά την εργασία. Επιπρόσθετα, το άγχος που αισθάνεται ο άνεργος λόγω εργασιακής ανασφάλειας, σαφώς σχετίζεται με τη μη-εργασία του.
Συνήθως συζητιέται το εργασιακό άγχος, αλλά νοείται ασφαλώς και άγχος λόγω ανεργίας, που και πάλι σχετίζεται με την κατάσταση εργασίας...
Οι εργασιακοί παράγοντες πάντως, ιδίως οι σχετιζόμενοι με την οργάνωση της εργασίας, συχνά έχουν απότοκα και στη σωματική ευεξία, όπως τεκμηριώνεται σε πρόσφατη έρευνα του Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών στην Υγιεινή και Ασφάλεια της Εργασίας (ΠΜΣ ΥΑΕ). Η συγκεκριμένη μελέτη, που παρουσιάστηκε από την κ. Ελένη Μουστάκα στα πλαίσια της διπλωματικής της διατριβής, έδειξε ότι στο νοσηλευτικό προσωπικό των δημόσιων νοσοκομείων της πατρίδας μας, πλειάδα σωματικών συμπτωμάτων σχετίζεται με το εργασιακό άγχος και τα αίτιά του, όπως ο φόρτος εργασίας, τα προβλήματα με τους προϊστάμενους και τις διακρίσεις στο χώρο εργασίας. Το εργασιακό άγχος φαίνεται, σύμφωνα με τα αποτελέσματα της ίδιας έρευνας, ότι σχετίζεται με κεφαλαλγίες, οσφυαλγία, πόνους στη ράχη και τον αυχένα, με πόνους στα άκρα, αλλά και με οιδήματα σφυρών, με σωματική εξάντληση και κούραση, καθώς και με προβλήματα στο στομάχι, ακόμα και με σφίξιμο στο στήθος. Στατιστικά σημαντική σχέση βρέθηκε επίσης μεταξύ του στρες και των παραγόντων του και τη συχνότητα εμφάνισης ατυχημάτων στο χώρο εργασίας. Αντίθετα, δεν τεκμηριώθηκε στατιστικά σημαντική σχέση του στρες με παράγοντες που αφορούν τη συμπεριφορά υγείας των νοσηλευτών (συνήθειες άθλησης, καπνιστική συνήθεια και χρήση αλκοόλ).
Όλα τα παραπάνω συναποτελούν την υποκειμενική έκφραση της αυτοεκτίμησης της υγείας των εργαζομένων, η οποία στη χώρα μας είναι πολύ υψηλή. Αντίστοιχες μελέτες στο γενικό πληθυσμό στην Ελλάδα, βρήκαν επίπεδα αυτοεκτίμησης της υγείας (καταφατική απάντηση στην ερώτηση αισθάνομαι ότι έχω άριστη υγεία, πολύ καλή και καλή) της τάξης του 90%. Τα μεγέθη αυτά καταγράφηκαν στα αποτελέσματα της διδακτορικής διατριβής της κ. Νατάσας Δανιηλίδου, στα πλαίσια μιας από τις πολλές επιστημονικές συνεργασίες του Τομέα Οικονομικών της Υγείας της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας - ΕΣΔΥ με το Εργαστήριο Υγιεινής και Προστασίας Περιβάλλοντος της Ιατρικής Σχολής του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης - ΔΠΘ.
Προσδοκώμενα είναι επομένως και τα ποσοστά που βρίσκει η μελέτη της Laszlo και συνεργατών της που δημοσιεύεται ηλεκτρονικά στο περιοδικό Social Science and Medicine, με αντικείμενο τη διερεύνηση της σχέσης εργασιακής ανασφάλειας και υγείας, σε 16 χώρες της Ευρωπαϊκής Περιοχής του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας. Το 87,7% των Ελλήνων που συμμετείχαν στην έρευνα δηλώνουν ότι αισθάνονται ως προς την υγεία τους καλά και πολύ καλά (το υψηλότερο ποσοστό μεταξύ των 16), ενώ εργασιακή ανασφάλεια αισθάνεται το 28,5% (μια ενδιάμεση τιμή μεταξύ των 16). Το πολύ ενδιαφέρον στοιχείο της έρευνας αυτής είναι ότι στους έλληνες εργαζόμενους παρατηρείται ισχυρή στατιστικά σημαντική συσχέτιση μεταξύ υψηλής ανασφάλειας εργασίας και χαμηλής αυτοεκτίμησης υγείας. Αυτοί που βιώνουν εργασιακή ανασφάλεια, αισθάνονται κατά 71% περισσότερο ότι η υγεία τους είναι κακή, συγκριτικά με όσους αισθάνονται εργασιακά ασφαλείς. Βεβαίως υπάρχει η λεπτομέρεια, ότι το δείγμα της έρευνας αποτελούνταν από πολίτες ηλικιακού εύρους μεταξύ 45-70 ετών, ενώ είναι σαφές ότι στο εργατικό δυναμικό ηλικίας μέχρι 45 ετών η εργασιακή ανασφάλεια είναι πολύ συχνότερο φαινόμενο.
Επιπρόσθετα, θα άξιζε τον κόπο να υπενθυμισθεί η καταγραφή προβλημάτων υγείας από εθελοντές Ειδικούς Ιατρούς Εργασίας, μέλη της Ελληνικής Εταιρείας Ιατρικής της Εργασίας και Περιβάλλοντος (ΕΕΙΕΠ) στο τότε απολυμένο προσωπικό των αστικών συγκοινωνιών από την κυβέρνηση Μητσοτάκη στις αρχές της δεκαετίας του 1990: Πολλαπλάσια νοσηρότητα είχε καταγραφεί, σε σύγκριση με την προσδοκώμενη για το συγκεκριμένο δείγμα, σύμφωνα με επιστημονική έρευνα που είχε παρουσιασθεί με μορφή ελεύθερης ανακοίνωσης σε παλαιότερο Συνέδριο Δημόσιας Υγείας.
Το πρόσφατο ζήτημα που συνειρμικά οδήγησε στο σημείωμα αυτό είναι η πλειάδα αυτοκτονιών που είχε εμφανισθεί σε εργαζόμενους γαλλικής τηλεπικοινωνιακής εταιρείας κατά τον προηγούμενο χρόνο και αποδόθηκε στην εντατικοποίηση των συνθηκών εργασίας. Το ίδιο φαινόμενο είχε παρατηρηθεί και παλαιότερα, πάλι στη Γαλλία, στους εργαζόμενους του τομέα της αυτοκινητοβιομηχανίας.
Όλα τα παραπάνω συνάδουν με τον πασίγνωστο ορισμό της υγείας, όπως διατυπώθηκε από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ) πρώιμα μεταπολεμικά, όπου επισημαίνεται με έμφαση η συμμετοχή στη διασφάλιση της υγείας και της λεγόμενης κοινωνικής ευεξίας (πέραν της σωματικής και ψυχικής). Αλλωστε, το σημείο αυτό του ορισμού της υγείας επιδέχεται συζήτησης και δέχθηκε από παλιά έντονη κριτική.
* Ο Θ.Κ. Κωνσταντινίδης είναι ειδικός ιατρός εργασίας, αναπληρωτής καθηγητής Υγιεινής της Ιατρικής σχολής ΔΠΘ και πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Ιατρικής της Εργασίας και Περιβάλλοντος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου