Τετάρτη 27 Ιουνίου 2012

ΔΟΛΑΡΙΟ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΕΥΡΩ ΚΑΙ ΣΤΗ ΜΕΣΗ Η ΕΛΛΑΔΑ


Η διαδικασία της νεοφιλελευθερης  καπιταλιστικής  παγκοσμιοποίησης 
αποτελεί την τελευταία προσπάθεια του κεφαλαίου να επίβιώσει μέσω της καθυπόταξης των εθνικών κεφαλαίων στο σκληρό πυρήνα του ηγεμονικού κεφαλαίου και του ενιαίου παγκόσμιου διευθυντηρίου με βασικό στρατηγικό στόχο την πλήρη καθυπόταξη των δυνάμεων της Εργασίας, της Επιστήμης και του Πολιτισμού με έκφραση την καπιταλιστική βαρβαρότητα. 
Ειδική έκφραση αυτού σκληρού ενδοκαπιταλιστικού ανταγωνισμού αποτελεί η σύγκρουση του αμερικανισμού με τον νεογερμανισμό και τους μικρότερους ευρωπαίους συμμάχους και ανταγωνιστές του. Μερικές από τις εκφάνσεις αυτού του εμφύλιου ενδοκαπιταλσιτικού πολέμου μεταξύ Βόρειας Αμερικής και Ευρώπης προκάλεσαν τη δημιουργία της  Ευρωπαϊκής Ένωσης  και της Ευρωζώνης ως άμυνα του ευρωπαϊκού κεφάλαιου απέναντι στον αμερικανισμό, κορυφώνονται ως αδυσώπητος πόλεμος μεταξύ δολαρίου και Ευρώ και το πιθανότρο είναι να καταλήξουν στη διάλυση της Ε.Ε. και της Ευρωζώνης μέσα από  ένα συμβιβασμό μεταξύ αμερικανισμού και νεογερμνανισμού στη μορφή μιας νεοφασιστικής παγκόσμιας τάξης πραγμάτων. 
Η εναλλακτική προοπτική θα ήταν οι ευρωπαϊκοί Λαοί να επιβάλλουν μια αντικαπιταλιστική, αντιιμπεριαλιστική, αντιηγεμονική μορφή κοινωνικής αυτοδιεύθθυνσης  και ευρωπαϊκής αυτονομίας, η οποία θα μπορούσε να λειτουργήσει ως ο μοχλός για την αποκαπιταλιστικοποίηση ολόκληρης της ανθρωπότητας με περιεχόμενο της Άμεση Δημοκρατία, την Αταξική Κοινωνία και τον 
Οικουμενικό Ουμανσιτικό Πολιτισμό.
Η Πρωτοβουλία Διαλόγου για  την Άμεση Δημοκρατία και τον Ουμανισμό εκτιμάει πως η  ανάλυση που ακολουθεί φωτίζει με επάρκεια τα όσα διαδραματίστηκαν τα τελευταία πενήντα χρόνια μέχρι σήμερα και θιεωρεί πως  μας βοηθάει να προχωρήσουμε παραπέρα τους στοχασμούς μας για ένα καλύτερο κόσμο και γι' αυτό τη φιλοξενούμε 
και σας προτείνουμε να τη διαβάσετε.
Για την Πρωτοβουλία Διαλόγου
Κώστας Λάμπος

Το απόρρητο παρασκήνιο

της δημιουργίας του Ευρώ*

Γράφει ο Πάνος Παναγιώτου

Από το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο μέχρι το 1970 οι ΗΠΑ κυριάρχησαν στην παγκόσμια οικονομία έχοντας ως όπλο τους το δολάριο που με τη σύνδεση του στο χρυσό δημιουργούσε μία πλασματική διεθνή νομισματική σταθερότητα εξασφαλίζοντας εξαιρετικά σημαντικά πλεονεκτήματα στην αμερικανική οικονομία αλλά προκαλώντας μεγάλα προβλήματα στον υπόλοιπο κόσμο. Στις αρχές της δεκαετίας του '70 μία ενορχηστρωμένη προσπάθεια με πρωταγωνιστή τη Γερμανία και συνεργούς τη Βρετανία και τη Γαλλία πέτυχε την κατάρρευση του επί σχεδόν μιας τριακονταετίας διεθνούς νομισματικού συστήματος με επίκεντρο του το δολάριο και την αντικατάσταση του με το σύστημα των ελεύθερα κυμαινόμενων συναλλαγματικών ισοτιμιών.
Μπροστά στον κίνδυνο απώλειας του κυρίαρχου νομισματικού και οικονομικού τους ρόλου οι, πληγωμένες απ΄ το χαμένο πόλεμο του Βιετνάμ, ΗΠΑ αντέδρασαν επιβάλλοντας με την απειλή πολέμου εναντίον της Σαουδικής Αραβίας τη διεξαγωγή του διεθνούς εμπορίου πετρελαίου αποκλειστικά στο αμερικανικό νόμισμα. Έτσι, υποκατέστησαν την απώλεια της σύνδεσης του δολαρίου με το χρυσό με αυτήν της σύνδεσης του με το μαύρο χρυσό, αποκαθιστώντας την νομισματική τους ηγεμονία.
Η απάντηση της Γερμανίας ήταν η προσπάθεια, με τη βοήθεια της Γαλλίας, για τη δημιουργία μίας Ευρωπαϊκής Νομισματικής Ένωσης με ένα νόμισμα το οποίο θα μπορούσε να εξελιχθεί σε αντίπαλο δέος του δολαρίου. Το ξέσπασμα της παγκόσμιας πετρελαϊκής κρίσης, όμως, έβαλε τέλος στο πρώτο ευρωπαϊκό πείραμα νομισματικής ολοκλήρωσης με τις δύο πρωταγωνίστριες σε αυτό χώρες να επαναφέρουν στο προσκήνιο το θέμα της Νομισματικής Ενοποίησης στα τέλη της δεκαετίας του '70, ιδρύοντας αυτή τη φορά τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών (ΕΜΣΙ), στη βάση του οποίου δημιουργήθηκε μία νομισματική μονάδα, το ECU, όπου συνδέθηκαν τα νομίσματα των κρατών του μηχανισμού σε μία καθορισμένη ισοτιμία.
Ελλείψει, ωστόσο, ενός πραγματικά ενιαίου νομίσματος και εξαιτίας της οικονομικής υπεροχής της Γερμανίας έναντι των υπολοίπων μελών του ΕΜΣΙ, το ECU κατέληξε να γίνει σκιά του γερμανικού νομίσματος, με τη Νομισματική Ένωση να παίρνει την προσωνυμία 'D-zone', δηλαδή 'ζώνη του Μάρκου'. Η Κεντρική Τράπεζα της Γερμανίας, η Budensbank, μετατράπηκε, ανεπίσημα, σε Κεντρική Τράπεζα της Ευρώπης με αποτέλεσμα η νομισματική πολιτική της να επηρεάζει άμεσα όλες τις χώρες του ΕΜΣΙ, οι οποίες και έπρεπε να προσαρμόζουν τα επιτόκια τους ανάλογα με τα δικά της προκειμένου να παραμένουν εντός του μηχανισμού.
Έτσι, όταν η Budensbank προχωρούσε σε ανατίμηση του επιτοκίου του μάρκου προκειμένου να αντιμετωπίσει πληθωριστικές πιέσεις στην αναπτυσσόμενη Γερμανία, το ECU ακολουθούσε αναγκάζοντας και τις υπόλοιπες χώρες του ΕΜΣΙ να αυξήσουν τα επιτόκια τους προκαλώντας ανατίμηση στο κόστος των επιχειρηματικών και στεγαστικών δανείων και τελικά στο κόστος χρηματοδότησης της ανάπτυξης. Στην πράξη, η Γερμανία χρέωνε ως αντάλλαγμα για την παροχή μίας συναλλαγματικής σταθερότητας την εξαγωγή του πληθωρισμού από την ίδια προς τα υπόλοιπα κράτη του ΕΜΣΙ.
Όσο η νομισματική πολιτική της Γερμανίας προβλημάτιζε μόνο τις αδύναμες χώρες του ΕΜΣΙ, ο γαλλογερμανικός άξονας λειτουργούσε συντονισμένα ασκώντας πιέσεις στις χώρες αυτές για την υιοθέτηση συγκεκριμένων οικονομικών και δημοσιονομικών πολιτικών με στόχο την προστασία του και την παραμονή τους εντός αυτού. Όταν, όμως, το 1983 έγινε ο Γάλλος Πρόεδρος Μιτεράν αυτός που αναγκάστηκε να αλλάξει το οικονομικό πρόγραμμα της κυβέρνησης του αναλαμβάνοντας υψηλό πολιτικό κόστος προκειμένου η Γαλλία να παραμείνει εντός του ΕΜΣΙ, η ευρωπαϊκή νομισματική ιστορία άλλαξε ριζικά. Από τότε και στο εξής. βασικός στόχος της γαλλικής πολιτικής και κύριο κίνητρο πίσω από τις προσπάθειες και πρωτοβουλίες της Γαλλίας για νομισματική ενοποίηση έγινε η δημιουργία και η θέσπιση ενός πανευρωπαϊκού νομισματικού ιδρύματος που θα ασκούσε τον έλεγχο της νομισματικής πολιτικής περιορίζοντας την κυριαρχία της Γερμανίας σε αυτόν τον τομέα.
Τα νέα σχέδια της Γαλλίας βρήκαν αντίθετη τη Γερμανία η οποία απέκρουε κάθε προσπάθεια υλοποίησης τους, αποδεχόμενη, ωστόσο, ως πολιτικό συμβιβασμό μία σειρά μέτρων προς την κατεύθυνση της οικονομικής ενοποίησης. Τον Ιανουάριο του 1988, βλέποντας η Γαλλία πως η νομισματική ενοποίηση παρέμενε ένα απραγματοποίητο όνειρο, κατέθεσε για πρώτη φορά πρόταση για την ίδρυση μίας Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, βήμα το οποίο προέβαλλε ως καθοριστικό για τη δημιουργία ενός κοινού νομίσματος. Η αντίδραση της Bundesbank ήταν σφοδρή, διαμηνύοντας προς όλες τις πλευρές με κάθε τρόπο πως δεν ήταν σε καμία περίπτωση διατεθειμένη να παραδώσει τον έλεγχο της νομισματικής πολιτικής σε ένα ευρωπαϊκό ίδρυμα.
Ωστόσο το πολιτικό σκηνικό του 1988 ήταν πολύ διαφορετικό απ' ότι σε οποιαδήποτε άλλη στιγμή από το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και η αναγνώριση από τη Γερμανία της ιστορικής ευκαιρίας να διεκδικήσει χαμένα πάτρια εδάφη αναζωπυρώνοντας το όνειρο της επανένωσης της με το Ανατολικό της τμήμα, την έκανε να αλλάξει θεαματικά τη στάση για τη δημιουργία ενός κοινού νομίσματος επηρεάζοντας καθοριστικά το μέλλον της Ευρώπης.
Προκειμένου να υλοποιηθεί ένα τέτοιο, αδιανόητο μέχρι εκείνη την στιγμή, σχέδιο η Γερμανία χρειαζόταν οπωσδήποτε τη στήριξη της Γαλλίας και της Βρετανίας, την έγκριση της Σοβιετικής Ένωσης και των ΗΠΑ και τη σύμφωνη γνώμη της Bundesbank.
Έτσι, με το βλέμμα στην επανένωση η Γερμανία προώθησε μία νέα 'φιλοευρωπαϊκή' πολιτική συμφωνώντας να ξεκινήσουν συζητήσεις για τη δημιουργία μίας Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Ταυτόχρονα, όμως, άφησε να διαρρεύσει η πρόθεση της για την επανένωση Ανατολικής και Δυτικής Γερμανίας.
Η προοπτική αυτή έπεσε σαν ατομική βόμβα στην Ευρώπη και ανέγειρε για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες το 'Γερμανικό Ερώτημα'.. Αυτό, μετουσιώνονταν στο φόβο της δημιουργίας μίας Μεγάλης Γερμανίας στην καρδιά της Ευρώπης, η οποία θα είχε εθνικοσοσιαλιστική ταυτότητα που σε συνδυασμό με το μέγεθος, την εμπορική, οικονομική και νομισματική της δύναμη θα της επέτρεπε να μετατραπεί σε ευρωπαϊκή υπερδύναμη.
Ξαφνικά, η Γαλλία βρέθηκε αντιμέτωπη με τον κίνδυνο αποδυνάμωσης του γεωπολιτικού της ρόλου. Το τέλος του Ψυχρού Πολέμου θα επέφερε την κατάργηση των περιορισμών που είχαν τεθεί στη Γερμανία μετά την ήττα της στο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και οι οποίοι συντηρούσαν ένα ευνοϊκό για τη χώρα πολιτικό, εμπορικό και οικονομικό περιβάλλον, ενώ η στροφή από έναν κόσμο όπου οι στρατιωτικές υπερδυνάμεις είχαν τον κυρίαρχο ρόλο σε ένα νέο όπου οι οικονομικές δυνάμεις θα πρωταγωνιστούσαν θα άλλαζε τις ευρωπαϊκές ισορροπίες προς όφελος της Γερμανίας και εις βάρος της Γαλλίας.
Προκειμένου να αντιμετωπιστεί αυτή η απειλή η Γαλλία άρχισε να σχεδιάζει ένα 'οικονομικό αφοπλισμό' της Γερμανίας ώστε να της αφαιρεθεί η 'ατομική της βόμβα', το μάρκο και να αναγκαστεί να ενταχθεί σε μία Ευρώπη με βαθιές δομές, οι οποίες, κατά την εκτίμηση της Γαλλίας, θα αποτελούσαν εγγύηση για τον περιορισμό της δύναμης της.
Παράλληλα, όσο η Γαλλία προσπαθούσε να προωθήσει τις διαδικασίες νομισματικής ενοποίησης, επεδίωκε μυστικά τη συνεργασία της με τη Βρετανία προκειμένου να αποτρέψει την επανένωση Ανατολικής, Δυτικής Γερμανίας.
Σε απόρρητο έγγραφο από το αρχείο του Mikhail Gorbachev, με ημερομηνία 23 Σεπτεμβρίου 1989, περιλαμβάνεται συνομιλία της Margaret Thatcher με το Σοβιετικό Πρόεδρο όπου η Βρετανίδα Πρωθυπουργός αναφέρει χαρακτηριστικά: "Δε θέλουμε μία ενωμένη Γερμανία. Αυτό θα οδηγήσει στην αλλαγή των μεταπολεμικών συνόρων και δε μπορούμε να επιτρέψουμε μία τέτοια εξέλιξη καθώς θα υπονομεύσει τη σταθερότητα του διεθνούς status quo και θα θέσει σε κίνδυνο την ασφάλεια μας .... Μπορώ να σας πω ότι ο Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής συμφωνεί με αυτήν τη θέση. Μου έστειλε ένα τηλεγράφημα από το Τόκιο όπου μου ζητήσε να σας πω πως οι ΗΠΑ δε θα προβούν σε καμία κίνηση που θα μπορούσε να βάλει σε ρίσκο την ασφάλεια της Σοβιετικής Ένωσης ή που θα μπορούσε να εκληφθεί από τη Σοβιετική Ένωσης ως εχθρική.”
Η πίεση από τη Βρετανία και τη Γαλλία για να εξασφαλιστεί η αρνητική στάση της Σοβιετικής Ένωσης απέναντι στην προοπτική επανένωσης της Γερμανίας δεν απέδωσε. "Η Δύση δε θέλει τη Γερμανική επανένωση αλλά θέλει να χρησιμοποιήσει εμάς για να την εμποδίσει, να δημιουργήσει μία σύγκρουση μεταξύ υμών και της Γερμανίας έτσι ώστε να διαγράψει την πιθανότητα μίας μελλοντικής 'συνωμοσίας' μεταξύ της Σοβιετικής Ένωσης και της Γερμανίας" αναφέρει σε απόρρητο έγγραφο με ημερομηνία 3 Νοεμβρίου 1989 ο ίδιος ο Gorbachev.
Η ελπίδα της Βρετανίας ότι θα έβρισε έναν πολύτιμο σύμμαχο στις ΗΠΑ για να σταματήσει τη 'Γερμανική απειλή', αποδείχθηκε, επίσης, φρούδα, καθώς οι ΗΠΑ είδαν την πτώση του τείχους του Βερολίνου ως το προμήνυμα της πτώσης της Σοβιετικής Ένωσης και της κατάρρευσης του κομμουνισμού, που θα σηματοδοτούσε την απόλυτη νίκη της 'Δύσης' επί της 'Ανατολής".
Στα έγγραφα των συνομιλιών της συνάντησης Gorbachev - Bush το Δεκέμβριο του 1989 διαφαίνεται η ανησυχία των δύο ηγετών για τη διαδικασία της επανένωσης της Γερμανίας αλλά και η διάθεση τους να μην παρέμβουν για να τη σταματήσουν.
Η άρνηση της Σοβιετικής Ένωσης να σταματήσει τα σχέδια της Γερμανίας είχε προκαλέσει 'πανικό' στους Γάλλους. “Η Γαλλική κυβέρνηση θέτει το ερώτημα αν η Σοβιετική Ένωση έχει αποδεχτεί την προοπτική μίας ενωμένης Γερμανίας και δεν πρόκειται να πάρει μέτρα ώστε να τη σταματήσει. Αυτό έχει προκαλέσει ένα φόβο που προσεγγίζει τα όρια του πανικού. Η Γαλλία σε καμία περίπτωση δεν επιθυμεί την επανένωση της Γερμναίας, παρόλο που αντιλαμβάνεται ότι τελικά αυτό θα είναι αναπόφευκτο. Επομένως, ο François Mitterrand πίστεψε με την καρδιά του ότι η Σοβιετική Ένωση συμμεριζόταν τη θέση του όταν έλαβε τη σχετική διαβεβαίωση επ αυτού από τον Gorbachev" αναφέρει σύμφωνα με απόρρητο έγγραφο ο Jacques Attali, σύμβουλος του Γάλλου Προέδρου σε σύντομη συνάντηση με τον με τον Vadim Zagladin, σύμβουλο του Προέδρου Gorbachev.
Πριν από μία κρίσιμη συνάντηση στο Elysée Palace η Thatcher έδειξε ένα χάρτη των συνόρων της Γερμανίας το 1937 στο Mitterrand και άλλους Ευρωπαίους ηγέτες προειδοποιώντας τους για την ανερχόμενη γερμανική απειλή. Ο Mitterrand συμφώνησε με την ανάλυση Thatcher ομολογώντας πως φοβόταν και ο ίδιος πως οι Γερμανοί, που συμπεριφέρονταν με 'αρκετή κτηνωδία', μπορεί να επεδίωκαν να κερδίσουν τα εδάφη που είχαν χάσει στον πόλεμο.
Σύμφωνα με τα απόρρητα έγγραφα ο Mitterrand είπε πως 'εφόσον κανένας από τους δύο (Βρετανία - Γαλλία) δεν πρόκειται να ξεκινήσει πόλεμο εναντίον της Γερμανίας' η λύση στον περιορισμό της δύναμης της θα μπορούσε να δοθεί μέσα από την Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση και συγκεκριμένα μέσα από ένα κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα. “Αυτή είναι μία πιθανή λύση στο Γερμανικό Ζήτημα", είπε.
Ωστόσο, η Thatcher θεωρούσε πως η Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση θα οδηγούσε σε επιδείνωση και όχι σε λύση του προβλήματος. Η μελέτη των σχετικών απόρρητων εγγράφων, απομνημονευμάτων και στοιχείων για την επανένωση της Γερμανίας, αποκρυπτογραφεί τους φόβους της Βρετανίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας, της Ολλανδίας και άλλων κρατών για το 'Γερμανικό Ζήτημα'.
"Τα προβλήματα δεν πρόκειται να ξεπεραστούν με το να ενδυναμωθεί η Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Οι φιλοδοξίες της Γερμανίας τότε θα γίνουν ο κυρίαρχος και ενεργός παράγοντας" αναφέρει η Thatcher σχολιάζοντας ένα τηλεγράφημα από το Παρίσι στις 2 Φεβρουαρίου του 1990.
'Η Γαλλία και η Βρετανία πρέπει να ενώσουν τις δυνάμεις του σήμερα ενάντια στη Γερμανική απειλή" επισημαίνει η Thatcher σε τηλεγράφημα της προς τον Γάλλο πρέσβη στο Λονδίνο το Μάρτιο του 1990. "Ο Kohl είναι ικανός για τα πάντα. Έχει γίνει ένας άλλος άνθρωπος. Δεν γνωρίζει πια ούτε τον ίδιο του τον ευατό. Βλέπει τον εαυτό του ως τον παντοκράτορα και έχει αρχίσει να συμπεριφέρεται ανάλογα" γράφει στο ίδιο τηλεγράφημα.
Σύμφωνα με απόρρητα έγγραφα από το Υπουργείο Εξωτερικών της Γερμανίας, οι σχέσεις Γερμανίας - Γαλλίας έφτασαν στα πρόθυρα της κατάρρευσης υπό τη σκιά της προσπάθειας της πρώτης να προωθήσει το σχέδιο επανένωσης. Ο Πρόεδρος Mitterrand προειδοποίησε πως η Γερμανία κινδύνευε να βρεθεί πιο απομονωμένη και από ότι ήταν το 1913.
Ωστόσο, με τη Γερμανία να εξαγοράζει τη συγκατάθεση των Σοβιετικών έναντι δεκάδων δισεκατομμυρίων μάρκων και να εξασφαλίζει την ανοχή των ΗΠΑ, η Γαλλία άρχισε να αντιλαμβάνεται πως η επανένωση ήταν θέμα χρόνου. Προκειμένου να προλάβει τις εξελίξεις ο Πρόεδρος Mitterrand πρότεινε στο Γερμανό Καγκελάριο μία μυστική συμφωνία: η Γαλλία θα στήριζε την προοπτική της επανένωσης και σε αντάλλαγμα η Γερμανία θα προχωρούσε στην εγκατάλειψη του μάρκου και στην υιοθέτηση ενός κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος με τη δέσμευση για τη δημιουργία μίας Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
"Η μόνη ελπίδα της Γερμανίας για επανένωση είναι να δεσμευτεί σε μία ισχυρή Ένωση" είπε ο Mitterrand, απειλώντας ότι θα ασκούσε βέτο σε μία απόφαση επανένωσης. "Μία απόφαση πρέπει να ληφθεί στο Στρασβούργο, στη Διακυβερνητική Διάσκεψη για την Οικονομική και Νομισματική Ένωση" είπε ο Υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας, Genscher, ανοίγοντας την πόρτα για την οριοθέτηση ενός προγράμματος για τη νομισματική ενοποίηση το οποίο προσυπογράφηκε από τους Ευρωπαίους Εταίρους στις 08 Δεκεμβρίου του 1989 στη διάσκεψη του Στρασβούργου, χωρίς, ωστόσο και πάλι να άρει τις υποψίες της Γαλλίας και των άλλων ευρωπαϊκών κρατών ότι η Γερμανία δε προσπαθούσε απλά να κερδίσει χρόνο.
Ακόμη και εκείνη τη στιγμή η Γαλλία αμφισβητούσε ότι η Γερμανία θα αποχωριζόταν τελικά το μάρκο. "Το μάρκο είναι για τη Γερμανία ότι η ατομική βόμβα για τη Γαλλία και η Γαλλία δε θα παρέδιδε ποτέ την ατομική βόμβα" αναφερόταν στους κυβερνητικούς κύκλους του Παρισιού.
Στο εσωτερικό της Γερμανίας η Budensbank και το Υπουργείο Οικονομικών ξεκίνησαν να υποστηρίζουν πως η επικείμενη επανένωση και τα προβλήματα που θα ανέκυπταν από αυτήν έκαναν απαραίτητη την καθυστέρηση της νομισματικής ενοποίησης και των σχεδίων για τη δημιουργία μίας Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Παραδόξως, η Thatcher είχε βρει ως μόνο σύμμαχο ενάντια στην ιδέα δημιουργίας μίας Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας τον Διοικητή της Budensbank. Η Thatcher επέμενε ότι δεν ήθελε ποτέ να δεί μία Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα όσο θα ζούσε, καθώς αυτό θα μπορούσε να σημαίνει μόνο "την παράδοση της οικονομικής πολιτικής σου σε αυτό το τραπεζικό σύστημα που θα είναι υπεύθυνο για τη συντήρηση της αξίας του νομίσματος και πρέπει επομένως να είναι και υπεύθυνο για την απαραίτητη οικονομική πολιτική ώστε να επιτύχει αυτό που υποπτεύομαι ότι θα προσπαθήσουν να πετύχουν, δηλαδή να ονομάσουν κάτι ως Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ενώ στην πραγματικότητα δε θα είναι και δε θα μπορέσει ποτέ να γίνει."
Σύμφωνα με απόρρητα έγγραφα η Thatcher έβλεπε ένα 'ξεκάθαρο, ολοκληρωμένο Γερμανικό σχέδιο σκόπιμης υποτίμησης του Μάρκου και σκόπιμης προώθησης του κοινωνικού της μοντέλου σε όλους ώστε να διατηρήσει την οικονομική υπεροχή της."
Μετά την αλλαγή στάσης απ' τη Γαλλία, ωστόσο, θεώρησε πως εφόσον δε μπορούσε να αποτρέψει το αναπόφευκτο, μία πιθανή λύση στο πρόβλημα θα ήταν η 'διαπλάτυνση' της Ευρώπης, με την είσοδο όσο το δυνατόν περισσότερων κρατών για να γίνει 'κάτι πολύ πιο χαλαρό' ώστε η υπεροχή της Γερμανίας να εξισορροπηθεί.
Σύμφωνα με τα έγγραφα, αυτός ήταν ο λόγος που άλλαξε την πολιτική της ως προς την ένταξη πολλών χωρών στην ΕΕ και άνοιξε το θέμα της εισόδου κρατών όπως η Ελλάδα, η Πορτογαλία, η Ιρλανδία, η Ισπανία (οι 4 φτωχές χώρες, όπως αναφέρονται σε διάφορες εκθέσεις της εποχής) αλλά και κρατών του πρώην ανατολικού μπλοκ, βλέποντας στο μέλλον ακόμη μεγαλύτερη 'διαπλάτυνση', με χώρες αντίβαρα στην Γερμανία.
Μέχρι τότε η Thatcher ήταν αντίθετη στην ιδέα της εισόδου της Ελλάδας, της Ισπανίας και της Πορτογαλίας σε μία νομισματική ένωση καθώς θεωρούσε τις χώρες αυτές παράγοντες οικονομικής αποσταθεροποίησης και εξαιρετικά υψηλού κόστους για τους υπόλοιπους εταίρους.
Υπό το βάρος των νέων εξελίξεων, ωστόσο, η Thatcher επεδίωκε, πλέον, την είσοδο στη μελλοντική ΕΕ των τεσσάρων 'φτωχών χωρών' και στη συνέχεια όσο το δυνατόν περισσότερων, θεωρώντας ότι αυτός θα ήταν ο μόνος τρόπος να βάλει εμπόδια στο δρόμο της Γερμανίας προς την απόλυτη ευρωπαϊκή της κυριαρχία.
Σε αντίθεση με το Μιτεράν που έβλεπε τη λύση της συγκράτησης της δύναμης της Γερμανίας στην εμβάθυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Thatcher την έβλεπε στη διαπλάτυνση. Η Thatcher προσπάθησε να πείσει το Γάλλο Πρόεδρο πως μία αμιγώς ολοκληρωμένη Ευρωπαϊκή Κοινότητα όπου τα κράτη θα ελεγχόταν από κεντρικούς μηχανισμούς, θα μπορούσε να κυριαρχηθεί πιο εύκολα από τη Γερμανία απ' ότι μία ευρεία Ευρωπαϊκή Κοινότητα ανεξάρτητων κρατών.
Ο Μιτεράν υποχώρησε τόσο ώστε να δεχτεί μία ταυτόγχρονη εμβάθυνση και διαπλάτυνση της ΕΕ και άσκησε πιέσεις στη Γερμανία ώστε να αποδεχτεί όσο το δυνατόν περισσότερα μέλη στο ευρώ. Το μήνυμα αυτό της προοπτικής ένταξης τους στο ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα κοινοποιήθηκε για πρώτη φορά στις 'φτωχές χώρες' το 1989, την ώρα που γινόταν οι μυστικές διαπραγματεύσεις της Γαλλίας με τη Γερμανία και τη Βρετανία.
Ο Υπουργός Οικονομικών της Γαλλίας έστειλε το 1989 στην Ελλάδα το Υπόμνημα Ballandour θέτοντας το αίτημα της πλήρους νομισματικής Ένωσης και η Ελλάδα με επιστολή του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας Π. Ρουμελιώτη, απάντησε θετικά.
Σύμφωνα με τα απόρρητα έγγραφα η Thatcher κατά τη διάρκεια παραπάνω εξελίξεων είχε φτάσει να πιστέψει πως η Γερμανία έπαιζε ένα διπλό παιχνίδι και στην πραγματικότητα δεν είχε παρασυρθεί, όπως φαινόταν, από τους Γάλους στην υιοθέτηση του ευρώ αλλά επιθυμούσε όσο και εκείνοι την υιοθέτηση ενός κοινού νομίσματος. Η Thatcher πίστευε ότι η Γερμανία βάδιζε προσεκτικά στο δρόμο ενός σχεδίου που θα τη βοηθούσε μέσα σε δύο δεκαετίες να γίνει μία διεθνής νομισματική υπερδύναμη και τότε να προσπαθήσει να επιβάλλει το δικό της οικονομικό και κοινωνικό μοντέλο σε ολόκληρη την Ευρώπη, με απώτερο στόχο την πολιτική ενοποίηση της κάτω από την ηγεμονία της.
"Στόχος της Γερμανίας είναι ένα "διαρκώς υποτιμημένο μάρκο, που θα επιτευχθεί μέσω της σύνδεσης της σε ένα ενιαίο νόμισμα και θα της επιτρέπει να ξεφορτώνει προϊόντα σε όλους μας", αναφέρει η Thatcher στα απόρρητα έγγραφα.
"Η Γερμανία θα προσπαθήσει να επιβάλλει στους υπόλοιπους το δικό της κοινωνικό μοντέλο μέσω της Ευρωπαϊκής Ένωσης".
Ένα άλμα στο μέλλον μας φέρνει στο 2012 και σε μία δραματική κρίση της Ευρωζώνης που ταλανίζει πρωταρχικά όλες τις 'φτωχές' χώρες του Νότου, απειλώντας με διάσπαση το γαλλογερμανικό νομισματικό οικοδόμημα. Μετά από μία αρχή στη νέα χιλιετία όπου το ευρώ έφτασε να γίνει το δεύτερο σημαντικότερο αποθεματικό διεθνές νόμισμα προσελκύοντας τρισεκατομμύρια σε κρατικό και ιδιωτικό επενδυτικό ενδιαφέρον στη νεοϊδρυθείσα ευρωπαϊκή αγορά ομολόγων και επιτρέποντας, μεταξύ άλλων, στη Γερμανία να χρηματοδοτεί με το χαμηλότερο δυνατό κόστος το υπό εξέλιξη πρότζεκτ της επανένωσης της (υπό ολοκλήρωση το 2020), ο στόχος της αντιμετώπισης της επεκτατικής νομισματικής πολιτικής των ΗΠΑ μέσω της αποκαθήλωσης του δολαρίου από το ρόλο του στο επίκεντρο του διεθνούς νομισματικού συστήματος έφτασε πιο κοντά από ποτέ το 2008.
Τότε, Γερμανία και Γαλλία, με τη στήριξη της ανασυγκροτημένης Ρωσίας και της αναδυόμενης υπερδύναμης, Κίνας, πέτυχαν την κατάθεση πρότασης από τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών και από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο για την αλλαγή του διεθνούς νομισματικού στάτους κβο, με την αντικατάσταση του δολαρίου ως κύριου νομίσματος του διεθνούς εμπορίου και των χρηματοοικονομικών συναλλαγών από ένα καλάθι νομισμάτων όπου το ευρώ θα διαδραμάτιζε αποφασιστικό ρόλο.
Μετά το Ιράκ, χώρες όπως το Ιράν, η Ρωσία, η Κίνα, η Βραζιλία, η Τουρκία κ.α. ανακοίνωναν τα σχέδια τους να προχωρήσουν στη διεξαγωγή του εμπορίου πετρελαίου και άλλων ειδών όχι πλέον σε δολάριο αλλά σε ευρώ και προχωρούσαν στην υλοποίηση των προθέσεων τους με συγκεκριμένες συμφωνίες.
Οι ΗΠΑ, γονατισμένες από τη μεγαλύτερη οικονομική τους κρίση από το 1930, με την αξιοπιστία τους καταρρακωμένη, την οικονομία τους διπλά ταλαιπωρημένη από την παρατεταμένη στρατιωτική εμπλοκή τους στο Ιράκ και το Αφγανιστάν και με τη διεθνή κοινότητα να τις κατηγορεί για τη μετάδοση του μολυσματικού ιού της κρίσης σε ολόκληρο τον κόσμο και την αποτυχία της οικονομικής τους πολιτικής, βρέθηκαν αντιμέτωπες για δεύτερη φορά από το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο με τον κίνδυνο απώλειας της νομισματικής τους ηγεμονίας.
Η προσπάθεια αποκατάστασης της οικονομικής και νομισματικής τάξης μέσω οικονομικών πακέτων τρισεκατομμυρίων δολαρίων επιδείνωσε αντί να βελτιώσει την κατάσταση, συσπειρώνοντας τον υπόλοιπο κόσμο εναντίον τους σε μία διεθνή αμφισβήτηση της αξίας ενός νομίσματος το οποίο η ιδιοκτήτρια χώρα του τύπωνε κατά δισεκατομμύρια ανά ημέρα.
Φτάνοντας στα τέλη του 2009 οι διεθνείς οικονομικές ισορροπίες έμοιαζαν να έχουν αλλάξει οριστικά και το νέο σκηνικό έφερνε την Ευρώπη σε πλεονεκτική θέση έναντι των ΗΠΑ. Στο τιμόνι της πρώτης η Γερμανία, διεκδικούσε το ρόλο της οικονομικής δύναμης πρότυπο, που με τις πράξεις της προστάτευε αντί να απειλεί τη διεθνή νομισματική και οικονομική σταθερότητα.
Η απειλή μετατόπισης του οικονομικού κέντρου του Δυτικού Πολιτισμού από τον πάλαι ποτέ εκφραστή του 'Νέο Κόσμο', τις ΗΠΑ, εκεί όπου δημιουργήθηκε, στην Ευρώπη, έγινε πιο σοβαρή από κάθε άλλη στιγμή στη νεότερη ιστορία.
Μέσα σε λίγες εβδομάδες, όμως, το παιχνίδι στην παγκόσμια σκακιέρα άλλαξε θεαματικά. Οι δραματικές ανακοινώσεις της ελληνικής κυβέρνησης περί κινδύνου επικείμενης πτώχευσης της άνοιξαν τους ασκούς του Αιόλου αποκαλύπτοντας την αδύναμη και μέχρι τότε αθέατη πλευρά του ευρώ. Άξαφνα, η σκιά της νομισματικής κρίσης έπεσε πάνω απ' τη χώρα που 2,500 χρόνια νωρίτερα είχε δημιουργήσει το Δυτικό Πολιτισμό.
Ο διευθυντής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, Ντομινίκ Στρος Καν, υπουργός Εμπορίου της Γαλλίας στα κρίσιμα χρόνια των αρχών της δεκαετίας του '90 όταν έμπαιναν τα θεμέλια για τη δημιουργία του ευρώ και ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας, Σόιμπλε, υπουργός εσωτερικών της Γερμανίας κατά τη διάρκεια των μυστικών συμφωνιών της ίδιας περιόδου αντιλήφθηκαν πως οι ΗΠΑ δε θα άφηναν το παράθυρο ευκαιρίας που είχε ανοίξει να πάει χαμένο και πως η Ελλάδα θα γινόταν η γέφυρα για μία επίθεση στην Ευρωζώνη.
Πράγματι, με την πολύτιμη βοήθεια της Βρετανίας, η οποία έβλεπε τη Γερμανική Απειλή να ορθώνεται μπροστά της ισχυρότερη από ποτέ, με τη σύμπραξη των “Θεών των Αγορών” όπως οι οίκοι πιστοληπτικής αξιολόγησης και νομισματικών δολοφόνων όπως του Τζορτζ Σόρος, που αργότερα κατηγορήθηκε από την αμερικανική Δικαιοσύνη, χωρίς να υπάρξει αποτέλεσμα, για ενορχηστρωμένη επίθεση εναντίον του ευρώ, η Ευρωπαϊκή Ένωση δέχτηκε έναν άνευ προηγουμένου χρηματοοικονομικό πόλεμο.
Μετά από ένα διάστημα φαινομενικής αλλά και καθοριστικής αδράνειας, η Γερμανίδα Καγκελάριος Μέρκελ ένωσε τις δυνάμεις της με το διευθυντή του ΔΝΤ, Στρος Καν για να αντιμετωπίσουν από κοινού την αγγλοσαξονική απειλή. Όμως ο Γάλλος πολιτικός, βασικός υποψήφιος αντίπαλος του Νικολά Σαρκοζί για τη θέση του Προέδρου της χώρας στις επερχόμενες, τότε, προεδρικές εκλογές, είχε βρεθεί επικεφαλής του, αμερικανικών συμφερόντων, Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, στην πιο κρίσιμη για τις ίδιες τις ΗΠΑ, στιγμή. Άριστος γνώστης του παρασκηνίου του διεθνούς νομισματικού πολέμου, με προσωπικό συμφέρον για το γρήγορο τέλος της ευρωπαϊκής κρίσης και με τον έλεγχο του ΔΝΤ ως όπλο στα χέρια του προκειμένου να πετύχει το στόχο του, αναδείχθηκε σε πρόσωπο κλειδί των διεθνών οικονομικών εξελίξεων και τελικά σε πρόβλημα για τις ΗΠΑ εξαιτίας της ξεκάθαρης φιλοευρωπαϊκής του θέσης, η οποία εξάλλου είχε αναδειχθεί ήδη από το 2008 όταν προσυπέγραψε την πρόταση του ΔΝΤ για αλλαγή του διεθνούς νομισματικού στάτους κβο.
Ο ξαφνικός αφανισμός του Στρος Καν από το διεθνές πολιτικό γίγνεσθαι άλλαξε τις ισορροπίες λειτουργώντας αναχαιτιστικά της προσπάθειας ρεαλιστικής και γρήγορης αντιμετώπισης της κρίσης και ευνοώντας την αναζωπύρωση της.
Η απώλεια ενός απ' τους βασικούς της συμμάχους έκανε τη Μέρκελ περισσότερο δεκτική στη σκέψη πως η παράταση της κρίσης, αν και συνοδευόταν από μεγάλους κινδύνους και σημαντικά κόστη, αποτελούσε και μία ιστορική ευκαιρία για την προώθηση του Γερμανικού Οράματος της πολιτικής ενοποίησης της Ευρώπης κάτω από τη γερμανική επιρροή.
Το αποτέλεσμα ήταν οι χώρες στο επίκεντρο της κρίσης και ιδιαίτερα η Ελλάδα που δέχτηκε πρώτη την επίθεση, να βρεθούν σε σύγχυση ως προς το αν είχαν απομείνει και ποιοι ήταν οι σύμμαχοι τους εντός και εκτός Ευρώπης.
Με την κρίση να αυτοτροφοδοτείται και να βαθαίνει παίρνοντας διαστάσεις οικονομικοπολιτικής και κοινωνικής λαίλαπας, η κατάσταση επιδεινώθηκε τόσο ώστε η απόκλιση ΗΠΑ – Ευρώπης που είχε δημιουργηθεί πριν το 2009 να αποκατασταθεί, με το δολάριο να επανακτά, έστω και προσωρινά, τον κυρίαρχο ρόλο του και να επαναφέρει τις ΗΠΑ στη θέση του οδηγού στο διεθνές νομισματικό άρμα.
Στη νέα αυτή φάση τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Γερμανία αντιμετωπίζουν τα εμπόδια στο δρόμο που οι ίδιες χάραξαν πολεμώντας για την παγκόσμια νομισματική ηγεμονία. Η Γερμανία επιδιώκει τη δημιουργία του πρώτου σταδίου των Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης επιδιώκοντας μία αυτοκρατορία του ευρώ και αντιμετωπίζοντας αυτό το εγχείρημα με μακροπρόθεσμη προοπτική. Οι ΗΠΑ βλέπουν πως ο 'Πόλεμος των 100 ημερών' έχει μετατραπεί σε μία πολυετή διεθνή οικονομική σύρραξη με αμφίβολη κατάληξη.
Αν κατόρθωναν να πείσουν τη Γερμανία να αποδεχτεί τη γρήγορη έκδοση ευρωομολόγων χωρίς να έχει εξασφαλίσει πρώτα την πολιτική ενοποίηση της ΕΕ τότε η ανάληψη από την πλευρά της του χρηματοπιστωτικού βάρους του ευρωπαϊκού Νότου χωρίς τον έλεγχο του σε δημοσιονομικό και πολιτικό επίπεδο θα ήταν αρκετή για να αλλοιώσει οριστικά την εικόνα του ευρώ ως το εναλλακτικό του αναξιόπιστου δολαρίου νόμισμα και θα το μετέτρεπε σε ένα κακό του αντίγραφο, νικώντας και σε αυτόν το νομισματικό πόλεμο.
Γνωρίζοντας αυτήν την κατάληξη η Γερμανία θα εξακολουθεί να αρνείται κατηγορηματικά τη λύση των ευρωομολόγων και αντίθετα θα χρησιμοποιεί την ελπίδα για την έκδοση τους ως κίνητρο για την επίτευξη των δικών της στόχων της πολιτικής ενοποίησης.
Στην πολιτική αυτή οι ΗΠΑ θα συνεχίσουν να απαντούν με ενορχηστρωμένη πίεση στην ευρωζώνη και προσπάθεια απομόνωσης της Γερμανίας ενισχύοντας την απειλή διάσπασης και κατεδάφισης του ευρώ προκειμένου να την αναγκάζουν να αποδέχεται όλο και περισσότερο από το ευρωπαϊκό χρηματοπιστωτικό βάρος χωρίς να έχει το χρόνο να αντισταθμίζει τα ρίσκα και τις απώλειες της με κινήσεις για περαιτέρω δημοσιονομική και πολιτική ολοκλήρωση.
Μέσα σε αυτό το σκηνικό πολέμου, η Ελλάδα θα πρέπει να αναθεωρήσει το ρόλο και τους στόχους της, να αναγνωρίσει τα πλεονεκτήματα, τα μειονεκτήματα, τους φόβους, τις ανάγκες, τις επιδιώξεις και τα συμφέροντα των πρωταγωνιστών του, να αποφασίσει αν και ποιο 'στρατόπεδο' επιθυμεί να επιλέξει και να χαράξει άμεσα ενιαία πολιτική προκειμένου να αποφύγει να γίνει η ίδια το πρώτο θύμα του πολέμου.
Επειγόντως και χωρίς καθυστέρηση ούτε καν λίγων ημερών, θα πρέπει να σταματήσει την λανθάνουσα 'εμφύλια΄ εξόντωση της και να αντιληφθεί πως υπάρχουν αρκετοί κίνδυνοι και εχθροί στο εξωτερικό της ώστε να έχει την πολυτέλεια να κατασπαράζεται από ενδοοικογενειακές διαμάχες. Οργανωμένα και ταχύτατα να κινηθεί ώστε να αποκαταστήσει τη διεθνή της αξιοπιστία και να αποφύγει το γρήγορο 'θάνατο' της με το να παραδεχτεί ξεκάθαρα, οριστικά και με τρόπο που να εξυπηρετεί τα συμφέροντα της το δικό της μερίδιο ευθύνης σε αυτήν την κρίση, παρέχοντας οριστικές και έμπρακτες δεσμεύσεις και κάνοντας άμεσα ό,τι είναι εφικτό για την διόρθωση της πορείας της. Παράλληλα, έξυπνα και συνετά να χρησιμοποιήσει τη γνώση της πραγματικής οικονομικής και νομισματικής ιστορίας και των ευθυνών των πρωταγωνιστών της για την πορεία που αυτή έχει πάρει, ώστε να αποκαταστήσει την αλήθεια πως δεν είναι αυτή, η εμπνεύστρια και δημιουργός του Δυτικού Πολιτισμού, η κύρια υπεύθυνη για την απειλή του αλλά στη χειρότερη περίπτωση ένας εν αγνοία της συνεργός σε ένα διεθνή πόλεμο, ο οποίος ξύπνησε απ' το λήθαργο του και αποφάσισε να μην κάνει ποτέ πια τίποτε που θα μπορούσε να τον φέρει ξανά στην κατάσταση που έχει βρεθεί σήμερα.
Η Ελλάδα πρέπει να αποφασίσει γρήγορα πού τη συμφέρει να ανήκει και να προετοιμαστεί για να αντιμετωπίσει με το σωστότερο τρόπο 'εχθρούς' και 'φίλους'. Ακόμη νωρίτερα πρέπει να βρει την τόλμη να αντιμετωπίσει τον εαυτό της. Είναι ακόμη εφικτό, πέντε χρόνια από σήμερα η Ελλάδα να αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση και όχι προς αποφυγή, έχοντας προ πολλού βρει το δρόμο της για έξοδο απ' την κρίση. Στα επόμενα δέκα χρόνια μπορεί, ρεαλιστικά, να είναι ισχυρότερη, ωριμότερη, σοφότερη και καλύτερη από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στη σύγχρονη ιστορία της. Δε μπορεί και δεν πρέπει να υπάρξει άλλη επιλογή.
____________________________
Σημείωση: Για τη συγγραφή του παραπάνω άρθρου, που αποτελεί τμήμα υπό έκδοση βιβλίου από τις εκδόσεις Λιβάνη, χρησιμοποιήθηκαν αποχαρακτηρισμένα απόρρητα έγγραφα από 5 πρεσβείες, καθώς και πληροφορίες από βιογραφίες, ομιλίες και συνεντεύξεις πρωταγωνιστών των γεγονότων που περιγράφονται. 

* Αναδημοσίευση απο http://www.sofokleous10.gr/portal2/toprotothema/toprotothema/-------i--2012062666170/

Τρίτη 12 Ιουνίου 2012

ΑΡΙΣΤΕΡΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΟΥ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ ή ΑΥΤΟΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ?





Πρωτοβουλία Διαλόγου για την Άμεση Δημοκρατία και τον Ουμανισμό


ΑΡΙΣΤΕΡΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΟΥ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ
ή
ΑΥΤΟΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ?

Γράφει ο Κώστας Λάμπος

“Μπορείς να κόψεις όλα τα λουλούδια,
αλλά δεν μπορείς να εμποδίσεις
την Άνοιξη να έρθει”
Πάμπλο Νερούντα




Η προϊούσα παρακμή του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, που εκφράζεται ως αδυναμία του αστικού συστήματος να ικανοποιήσει τις βασικές ανάγκες της κοινωνίας-ανθρωπότητας, οδηγεί αναπόφευκτα στη χρεοκοπία του αστικού κοινοβουλευτισμού, μέσω του οποίου το Κεφάλαιο κρατάει αιώνες τώρα δέσμια την εργαζόμενη κοινωνία-ανθρωπότητα στις δικές του επιλογές[1]. Η ανθρωπότητα του 21ου αιώνα βρίσκεται μπροστά στο δίλλημα καπιταλισμός με νεοφιλελευθερισμό και ‘αριστερή διαχείριση’, ή Ουμανισμός με Άμεση Δημοκρατία; Η Ελλάδα, η Ευρωπαϊκή Ένωση, η ανθρωπότητα ολόκληρη υφίστανται τις συνέπειες της καθολικής παρακμής του καπιταλισμού, η οποία όλο και περισσότερο παίρνει τη μορφή της καπιταλιστικής βαρβαρότητας. Η μόνη ρεαλιστική επιλογή για έξοδο από την παρακμή του καπιταλισμού είναι η ανατροπή του και γι’ αυτό κάθε άλλη προτεινόμενη πολιτική για ένα καπιταλισμό με ‘αριστερή διαχείριση’, με ‘κοινωνικές ευαισθησίες’ και με ‘ανθρώπινο πρόσωπο’ είναι μια συνειδητή απάτη που αποσκοπεί στο να παραπλανήσει για μια ακόμα φορά τη σαστισμένη και τρομοκρατημένη κοινωνία.
Το αστικό πολιτικό σύστημα με κυρίαρχη έκφρασή του το αστικό κοινοβούλιο δομήθηκε με τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζει κοινωνική νομιμοποίηση στη θεμελιώδη κοινωνική αδικία της ανισότητας και στο πρωταρχικό οικονομικό έγκλημα σε βάρος της εργαζόμενης κοινωνίας, ένα έγκλημα που σχεδιάζεται και συντελείται στο επίπεδο της παραγωγής με βάση την αποξένωση της αποφασιστικής πλειονότητας της κοινωνίας από τα μέσα παραγωγής και από τα προϊόντα της παραγωγής και συνεπώς από τον κοινωνικό πλούτο που παράγουν οι εργαζόμενοι. Αποτέλεσμα αυτής της κοινωνικής ανισότητας είναι η διάσπαση της κοινωνίας σε έχοντες και κατέχοντες μέσα παραγωγής και σε αποξενωμένους από τα μέσα παραγωγής εργαζόμενους που αναγκάζονται να λιμοκτονούν πουλώντας, όταν και όσο το Κεφάλαιο ορίζει, την εργατική τους δύναμη.
Το αστικό κοινοβούλιο δημιουργήθηκε για να κρύψει την πραγματικότητα της βίαιης διάσπασης της κοινωνίας σε κατέχοντες και μη-κατέχοντες, σε εξουσιαστές και εξουσιαζόμενους, σε εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενους και να αμβλύνει τη βασική αντίθεση μεταξύ Κεφαλαίου και Εργασίας με πρωταρχικό σκοπό να κρύψει τον αντικοινωνικό, καταστροφικό και απάνθρωπο χαρακτήρα του Κεφαλαίου, να καλλιεργήσει δευτερεύουσες γεωγραφικές και κοινωνικές αντιθέσεις και να δημιουργήσει τεχνητές αντιθέσεις μεταξύ των διάφορων κοινωνικών στρωμάτων στη βάση των οποίων θα διασπάται η εκάστοτε κοινωνία και θα διευκολύνεται η διατήρηση της εξουσίας του Κεφαλαίου πάνω στην κοινωνία συνολικά. Το μέσο επίτευξης ατών των στόχων του αστικού κοινοβουλευτισμού ήταν το κομματικό σύστημα και οι εκλογές των ‘αντιπροσώπων’. Το κομματικό σύστημα ως έκφραση του ανταγωνισμού μεταξύ κεφαλαιοκρατών και κεφαλαιοκρατικών συσπειρώσεων διευκόλυνε τον έλεγχο του ενός ή του άλλου τμήματος του κεφαλαίου πάνω στην κρατική εξουσία, πράγμα που εκφράστηκε με τη μορφή διαφορετικών ιδεολογιών και πολιτικών προγραμμάτων. Το αποτέλεσμα της λειτουργίας του κομματικού συστήματος ήταν και παραμένει η στοίχιση της εργαζόμενης κοινωνίας πίσω από τα κόμματα του αστικού κοινοβουλίου, πράγμα που επιτυγχάνεται με τη στράτευση «ηγετικών» προσωπικοτήτων πρόθυμων να λειτουργήσουν ως αχυράνθρωποι και να παραπλανήσουν την κοινωνία, με την οικονομική εξάρτησή τους από το ίδιο το Κεφάλαιο και με την υποστήριξή τους από τα από το Κεφάλαιο ελεγχόμενα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Με αυτή την έννοια τα κόμματα στο αστικό κοινοβούλιο δεν είναι παρά πολιτικές επιχειρήσεις με κατά κανόνα αφανείς μετόχους, που λειτουργούν με βάση τις αρχές της εξουσιαστικής πυραμίδας, στην κορυφή της οποίας βρίσκεται ο αρχηγός και το Διοικητικό Συμβούλιο που τώρα λέγεται Κεντρική Επιτροπή και ακολουθούν οι πολιτικοί, κυβερνητικοί και κρατικοί αξιωματούχοι, τα επαγγελματικά κομματικά στελέχη που λειτουργούν τον κομματικό μηχανισμό και καταλήγουν στα μέλη, στους οπαδούς και στους ψηφοφόρους. Το προϊόν που ‘παράγουν’ τα κόμματα εκφράζεται σε ποσοστά επιρροής τους πάνω στο εκλογικό σώμα. Επειδή όμως αυτή η επιρροή των κομμάτων αυξομειώνεται ανάλογα με την ικανότητά τους να παραπλανούν την κοινωνία και με τη φθορά τους από την άσκηση της πολιτικής εξουσίας υπέρ του Κεφαλαίου, γι’ αυτό παρατηρείται μια διαρκής εναλλαγή των κομμάτων στην πολιτική εξουσία καθώς επίσης και μια διαρκής δημιουργία νέων και διάλυση παλιών κομμάτων που προσφέρονται να διαμεσολαβήσουν μεταξύ κοινωνίας και Κεφαλαίου, αλλά στην ουσία να παραπλανήσουν την κοινωνία για λογαριασμό του Κεφαλαίου.
Επειδή η εμπειρία των εργαζόμενων από τη λειτουργία των κομμάτων του αστικού κοινοβουλίου τους αποθάρρυνε, γι’ αυτό κατέστει αναγκαία η ίδρυση αριστερών, εργατικών, σοσιαλιστικών, κομμουνιστικών ακόμα και επαναστατικών κομμάτων με τα οποία υποτίθεται ότι θα αναγκάζονταν το αστικό κοινοβουλευτικό σύστημα να ενδιαφερθεί περισσότερο για τα λαϊκά στρώματα, η κάποια από αυτά κατάφεραν να καλλιεργούν ακόμα και την ψευδαίσθηση πως είναι δυνατόν να ανατραπεί το αστικό σύστημα μέσω του κοινοβουλευτισμού. Το λάθος αυτής της ιδέας βρίσκεται στο γεγονός πως ακόμα και αυτά τα αριστερά λεγόμενα κόμματα αποδεχόμενα το πλαίσιο λειτουργίας του αστικού κοινοβουλευτισμού περιορίστηκαν στο ρόλο του διαμεσολαβητή μεταξύ Κοινωνίας και Κεφαλαίου και κατά συνέπεια στη διεκδίκηση της εξουσίας, για λογαριασμό υποτίθεται της κοινωνίας, με την κοινωνία στο πολιτικό περιθώριο. Το αποτέλεσμα ήταν οι «αριστερές κυβερνήσεις» σε συνθήκες καπιταλισμού να μην είναι τίποτα περισσότερο από ‘αριστερές διαχειρίσεις’ του Κεφαλαίου, οι οποίες μάλιστα στις περισσότερες φορές αναλάμβαναν σε κρίσιμες περιόδους τη βρώμικη δουλειά του ντόπιου και του ηγεμονικού Κεφαλαίου σε βάρος των εργαζόμενων με συνέπεια τη φθορά κάθε αριστερής ιδέας και πολιτικής πρότασης και τη μετατροπή των ‘αριστερών’ κομμάτων σε συστημικά εργαλεία του Κεφαλαίου.
Αυτές οι εμπειρίες διαμορφώνουν σταθερά μια καινούργια πολιτική προσέγγιση της καπιταλιστικής βαρβαρότητας για την αντιμετώπιση της οποίας δεν φτάνει ένα ή περισσότερα ‘αριστερά’ κόμματα, ή συνασπισμός ‘αριστερών’ κομμάτων με πυραμιδική εξουσιαστική συγκρότηση που διεκδικεί την πολιτική εξουσία χωρίς να αμφισβητεί ρητά και ριζικά τον ζωτικό πυρήνα της οικονομικής ηγεμονίας του Κεφαλαίου σε βάρος της κοινωνίας, που δεν είναι άλλος από την ατομική ιδιοκτησία πάνω στα μέσα παραγωγής και χωρίς, φυσικά, να αντιπαραθέτει στον καπιταλισμό το πρόταγμα της οικονομικής αυτοδιαχείρισης της αυτοδιευθυνόμενης κοινωνίας στη μορφή της Άμεσης Δημοκρατίας και της Αταξικής Κοινωνίας.
Μερικοί υποστηρίζουν πως η συστημική αριστερά δεν θέτει ανοιχτά το ζήτημα της κατάργησης της ατομικής ιδιοκτησίας πάνω στα μέσα παραγωγής, δηλαδή της κατάργησης του καπιταλισμού, για τακτικούς λόγους και προβάλλουν ως αντεπιχείρημα τη διακήρυξή της πως ο διακηρυγμένος στρατηγικός της στόχος είναι ο ‘σοσιαλισμός’. Οι δυσκολίες κατανόησης των προθέσεων της συστημικής αριστεράς αρχίζουν όταν μπαίνει το ερώτημα του ποιού σοσιαλισμού. Οπότε κατανοεί κανείς πως όλο αυτό το πολιτικό παιχνίδι στήνεται για την παραπλάνηση της κοινωνίας που προβληματίζεται και αναζητά διέξοδο από το βάρβαρο καπιταλιστικό σύστημα. Η σταδιακή συνειδητοποίηση πως ο σοσιαλισμός, ως κοινωνισμός και όχι ως κρατισμός, δεν μπορεί να είναι υπόθεση μιας αυτόκλητης ή κατ’ απονομή ‘αριστεράς’ με τη μορφή ενός ‘αριστερού’ εξουσιαστικού κόμματος, αλλά υπόθεση μιας αριστερής κοινωνίας που αποφασίζει μέσα από διαδικασίες αυτομόρφωσης και αυτοοργάνωσης να αυτοδιευθυνθεί πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά με όρους Άμεσης Δημοκρατίας και με στρατηγικό στόχο την Αταξική Κοινωνία. Αυτή η προοπτική, που σταδιακά αναδύεται μέσα από τις αδυναμίες, τις αντιφάσεις και τις αντιθέσεις του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού[2], αλλά και από τους αγώνες της εργαζόμενης κοινωνίας ως ο σοσιαλισμός του 21ου αιώνα, αποκτά ένα σύγχρονο ουμανιστικό περιεχόμενο και δεν έχει καμιά σχέση με ότι είναι γνωστό ως ‘σοσιαλισμός του 19ου και του 20ου αιώνα’, δηλαδή ως σοσιαλδημοκρατία, τριτοτεταρτοδιεθνιστικός σοσιαλισμός ή ‘υπαρκτός σοσιαλισμός’ και ‘δικτατορία του προλεταριάτου’ που ξεπεράστηκαν ιστορικά ως στηρίγματα και όχι ως ανατροπείς του καπιταλισμού.
Αυτή η ιστορική πραγματικότητα ξαναβάζει για την εργαζόμενη κοινωνία το πρόβλημα του χαρακτήρα της επερχόμενης κοινωνικής μεταβολής-επανάστασης και συνεπώς το πρόβλημα του υποκειμένου αυτής της κοινωνικής επανάστασης[3]. Το γεγονός πως η αυτοδιεύθυνση της κοινωνίας δεν μπορεί να είναι έργο εξουσιαστικών πρωτοποριών και κομμάτων, αλλά της ίδιας της κοινωνίας, μας οδηγεί στη συνειδητοποίηση πως κατ’ αναλογία δεν μπορεί και να προκύψει από διαδικασίες αστικού κοινοβουλευτισμού ή και ένοπλων επαναστάσεων εξουσιαστικών μειοψηφιών. Η ιστορία διδάσκει πως ο αστικός κοινοβουλευτισμός δεν μπορεί να είναι το όχημα εξόδου από τον καπιταλισμό, γιατί αυτός από τη φύση του είναι ταγμένος να υπηρετεί το ταξικά συμφέροντα του Κεφαλαίου και της υπηρετικής πολιτικής και κρατικής γραφειοκρατίας, γι’ αυτό και όταν δεν μπορεί να ανταποκριθεί σε αυτά με επιτυχία τότε αναστέλλεται είτε με τη μορφή της εξαρτημένης μνημονιακής και ‘αντιμνημονιακής’ δημοκρατίας, είτε ως στρατιωτική δικτατορία και στις πολύ σοβαρές περιπτώσεις, που το καπιταλιστικό σύστημα απειλείται, ως κρατικοκαπιταλισμός. Η υποβάθμιση της αντίθεσης μεταξύ Κεφαλαίου και Εργασίας, δηλαδή μεταξύ καπιταλισμού και κοινωνίας σε αντίθεση μεταξύ Ευρώ και Δραχμής, ή μεταξύ ‘μνημονιακών’ και ‘αντιμνημονιακών’ κομμάτων δεν είναι παρά μια πολιτική αλχημεία, ένας πολιτικός κομπογιαννιτισμός, που αποπροσανατολίζει την εργαζόμενη κοινωνία από το βασικό στρατηγικό στόχο της που είναι η πλήρης άρνηση και η ανατροπή του καπιταλισμού. Γιατί αφενός μεν καπιταλισμός χωρίς μνημόνια δεν υπάρχει, και αφετέρου δε σε συνθήκες καπιταλισμού λίγη σημασία έχει αν το νόμισμα θα είναι Ευρώ, δολάριο ή Δραχμή. Στα πλαίσια αυτής της ιστορικής διεργασίας υπέρβασης του καπιταλισμού και του συμπληρώματός του, του αστικού κοινοβουλευτισμού, που συντελείται με πολλές δυσκολίες από τα κάτω, είναι ανάγκη να αρχίσουμε σταδιακά να αποδεσμευόμαστε και να αποστασιοποιούμαστε από τις απολίτικες διαδικασίες του αστικού κοινοβουλευτισμού και να δηλώνουμε την πρόθεσή μας για την ΑΜΕΣΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΙΣΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΤΑΞΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ.
Αυτό δεν σημαίνει πως συμμετέχουμε παθητικά στις εκλογικές διαδικασίες και τρομοκρατημένοι επιλέγουμε αυτό που τα ΜΜΕ του συστήματος μας παρουσιάζουν ως σωτήρα ή ως το λιγότερο κακό, γιατί με αυτό τον τρόπο μας χειραγωγούν και με αυτή τη λογική μας έχουν φέρει σε αυτή την κατάσταση του απόλυτου παραλογισμού και της κοινωνικής καταστροφής. Και φυσικά δεν σημαίνει πως απέχουμε από τις εκλογικές διαδικασίες, γιατί η αποχή μας βολεύει το σύστημα. Αντίθετα συμμετέχουμε μαζικά, αλλά όχι για να ψηφίσουμε μικρά και τάχα άφθαρτα κόμματα που διεκδικούν να γίνουν μεγάλα στη θέση των μεγάλων για να υπηρετήσουν το καπιταλιστικό σύστημα, ούτε και για να ρίξουμε το απολίτικο λευκό ή το αφοριστικό άκυρο του θυμού, γιατί αυτές οι επιλογές δεν οδηγούν πουθενά και δεν αγγίζουν το σύστημα και σε τελική ανάλυση το διευκολύνουν για να συνεχίσει να μας κυβερνά με το δικό του τρόπο και για δικό του λογαριασμό. Όποιο κόμμα διατείνεται πως είναι αριστερό δεν χρειάζεται να μπει στο αστικό κοινοβούλιο για να υπηρετήσει τάχα την κοινωνία, γιατί η σύγχρονη κοινωνία δεν χρειάζεται ‘υπηρέτες’ που τη δυναστεύουν, αλλά καθαρά μυαλά και καθαρά χέρια που ζυμώνουν κάθε στιγμή σε κάθε χώρο και σε κάθε ευκαιρία την επιστημονικά έγκυρη και κοινωνικά χρήσιμη γνώση, τη μοναδική ικανή και αναγκαία συνθήκη για την διαμόρφωση της αριστερής κοινωνίας, χωρίς την οποία καμιά κοινωνική απελευθέρωση δεν θα καταστεί ποτέ εφικτή. Αριστερή πολιτική λοιπόν σήμερα σημαίνει ανυστερόβουλη συμμετοχή στη διαδικασία καταπολέμησης του κοινωνικού σκοταδισμού και των εξουσιαστικών ιδεολογιών που καλλιεργεί ο καπιταλισμός με ταυτόχρονη κοινωνικοποίηση της γνώσης η διάχυση της οποίας σε όλα τα κύτταρα της κοινωνίας αποτελεί τον καταλύτη της αριστεροποίησής της. Το ζητούμενο σήμερα δεν είναι ένα κάποιο ‘αριστερό’ κόμμα, ή μια ‘αριστερή’ διαχείριση στην υπηρεσία του Κεφαλαίου, αλλά μια αριστερή κοινωνία ενάντια στο Κεφάλαιο.
Η Πρωτοβουλία Διαλόγου για την Άμεση Δημοκρατία και τον Ουμανισμό προτείνει τη μαζική συμμετοχή μας στις κάλπες της 17ης Ιούνη, για να δηλώσουμε πολιτικά αυτενεργοί και ανυπότακτοι και να ψηφίσουμε άκυρο με πολιτική θέση, που σημαίνει ότι ρίχνουμε στην κάλπη ένα αυτοσχέδιο ψηφοδέλτιο πάνω στο οποίο γράφουμε: ΕΛΛΑΔΑ, ΑΜΕΣΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΙΣΟΤΗΤΑ, ΑΤΑΞΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ, ΟΥΜΑΝΙΣΜΟΣ.
Με αυτόν τον τρόπο παρεμβαίνουμε ενεργητικά στις πολιτικές διεργασίες, αρνούμαστε το καπιταλιστικό σύστημα, ακυρώνουμε θετικά το αστικό κοινοβούλιο και καταθέτουμε την πολιτική πρόταση της κοινωνίας μας για ΑΜΕΣΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ ΑΤΑΞΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ. Δεν έχουμε ψευδαισθήσεις πως έτσι θα αναγκάσουμε το σύστημα να παραχωρήσει στην κοινωνία το δικαίωμα της αυτοδιεύθυνσής της, είμαστε όμως βέβαιοι πως κάθε ψήφος υπέρ της ΑΜΕΣΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΤΑΞΙΚΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ θα λειτουργήσει ως καταλύτης απελευθερωτικού προβληματισμού στο κοινωνικό σώμα και επιταχυντής συνειδητοποίησης και διαμόρφωσης του κρίσιμου μεγέθους της πολιτικά αυτενεργής αριστερής κοινωνίας, του μοναδικού και αναντικατάστατου υποκειμένου για την οριστική, ειρηνικά-δυναμική και ριζική υπέρβαση του καπιταλισμού και την σίγουρη εγκαθίδρυση της Άμεσης Δημοκρατίας. Μόνο μια συμπαγής και αποφασισμένη αριστερή κοινωνία μπορεί να αφοπλίσει ιδεολογικά την άρχουσα τάξη, να παραλύσει τους εξουσιαστικούς-κατασταλτικούς μηχανισμούς του Κεφαλαίου και να ακυρώσει όλους τους ταξικούς θεσμούς του καπιταλισμού χωρίς να ανοίξει μύτη και να ανοίξει το δρόμο της ριζικής αποκαπιταλιστικοποίησης, το μοναδικό δρόμο που οδηγεί στην Κοινωνική Ισότητα και στην Άμεση Δημοκρατία. Τα νέα Κοινωνικά Κινήματα που αναδύονται καθημερινά μέσα από τις πολιτικές διεργασίες σε ατομικό, συλλογικό και εθνικό επίπεδο στην Ελλάδα και στον κόσμο ολόκληρο αυτή την κοινωνία προσπαθούν να διαμορφώσουν μέσα από νέους αυθεντικά κοινωνικούς θεσμούς από τα κάτω. Η μέχρι τώρα πορεία δείχνει πως αυτή η κοινωνική διεργασία ολοκληρώνεται σταδιακά στη μορφή των τοπικών, επαρχιακών, νομαρχιακών και περιφερειακών συνελεύσεων μέχρι τη στιγμή της Συντακτικής Εθνοσυνέλευσης, η οποία και θα αλλάξει την οικονομική, κοινωνική και πολιτική αρχιτεκτονική της ελληνικής κοινωνίας. Αυτό είναι το όραμα για την Άμεση Δημοκρατία, το οποίο συγκλονίζει ολόκληρο τον πλανήτη και χτίζει σχέσεις αλληλεγγύης μεταξύ όλων των επιμέρους κοινωνιών. Αυτή την κοινωνία φοβάται το καπιταλιστικό σύστημα και προσπαθεί με κάθε τρόπο να αποτρέψει τη διαμόρφωσή της με τη βοήθεια όλων των σκοταδιστικών και εξουσιαστικών θεσμών, αλλά και με τη βοήθεια της συστημικής εξουσιαστικής αριστεράς που έχει ταυτίσει την ύπαρξή της με το αστικό κοινοβούλιο είτε ως βολεμένη αντιπολίτευση είτε ως ‘αριστερή’ διαχείριση του καπιταλισμού.
Ο αστικός κοινοβουλευτισμός ως απάτη του κεφαλαίου σε βάρος της κοινωνίας και οι εκλογές ως ψευδαίσθηση των ψηφοφόρων πως αλλάζοντας τα πρόσωπα και τα κόμματα στο κοινοβούλιο και στην κυβέρνηση θα καλυτερέψουν τα πράγματα έχουν οριστικά χρεοκοπήσει και χρόνος για άλλες αυταπάτες δεν υπάρχει. Γι’ αυτό ας προσέλθουμε στις κάλπες της 17ης Ιούνη όχι ως οπαδοί των ‘μνημονιακών’ και ‘αντιμνημονιακών’ κομμάτων και διαπλεκόμενων εξουσιαστικών συμμοριών, αλλά ως δύναμη ανατροπής του παρακμασμένου καπιταλισμού και δημιουργίας ενός καλύτερου κόσμου, του κόσμου της Άμεσης Δημοκρατίας, της Αταξικής Κοινωνίας και του Οικουμενικού Ουμανιστικού Πολιτισμού.
Κάθε μεγάλο ταξίδι αρχίζει με το πρώτο μικρό βήμα, λέει η λαϊκή σοφία, γι’ αυτό ας κάνουμε όλοι όσοι κατανοούμε τώρα την αναγκαιότητα και τη χρησιμότητα αυτού του μεγάλου ταξιδιού προς την Αταξική Κοινωνία το πρώτο μικρό και τολμηρό βήμα και ας είμαστε βέβαιοι πως θα ακολουθήσουν πολλοί γιατί αυτό το ταξίδι η ανθρωπότητα είναι αποφασισμένη να το πραγματοποιήσει.

[1] Βλέπε σχετικά το προηγούμενο άρθρο μου με τίτλο Η αντιπροσωπευτική Δημοκρατία και οι εκλογές ως ψευδαίσθηση και ως απάτη  

[2] Βλέπε αναλυτικά , Λάμπος Κώστας, Αμερικανισμός και Παγκοσμιοποίηση. Οικονομία του Φόβου και της παρακμής, ΠΑΠΑΖΗΣΗΣ, Αθήνα 2009.

[3] Βλέπε σχετικά, Λάμπος Κώστας, Άμεση Δημοκρατία και Αταξική Κοινωνία. Η Μεγάλη Πορεία της Ανθρωπότητας προς την Κοινωνική Ισότητα και τον Ουμανισμό. ΝΗΣΙΔΕΣ, Θεσσαλονίκη 1012.

Σάββατο 2 Ιουνίου 2012

Τζίφος Κατραπακιάς ο Νεοέλλην

Κατραπακιές 
"Ώ έξυπνε απόγονε του Περικλέους, πώς κατάντησες! Βλέπω αυτές τις μέρες τα χάλια σου κ’ η καρδιά μου ραγίζεται κ’ η ψυχή μου σε κλαίει, σε κλαίει αληθινά. Όπου πας κι όπου στραφής κατραπακιές μαζώνεις. Πάτκιούτ! Τσαφ-τσουφ!...ακούω να χτυπάνε στον κοκκαλιάρη το σβέρκο σου, στο λιπαρό πισινό σου. Μπάτσες, κλώτσοι, φάπες, χαστούκια πέφτουν απάνου σου βροχηδόν... Κανείς δεν σε κοιτάζει, κανείς. Τώρα που κι ο τελευταίος κάτοικος του Πόλου αρχίζει να λογαριάζεται στη συνείδηση των δυνατών, εσύ τίποτα. Οι μικροί σ’ αποφεύγουν κ’ οι μεγάλοι σε καταφρονούν".
                   (Περιοδ. Ο Νουμάς, 3-10-1905)



Τζίφος
Μία των κοινοτάτων της αληθείας στρεβλώσεων είναι η παρ’ ημίν επικρατούσα ιδέα περί της εκτάκτου φιλοπατρίας των Ελλήνων... Και όμως η μαύρη αλήθεια είναι ότι... ο αυτοθαυμασμός της φιλοπατρίας μας πιθανόν να θεραπεύη την εθνικήν μας φιλαυτίαν, αλλά συγκρούεται απελπιστικώς με την πραγματικότητα....
Πού είναι αι δωρεαί των ζάπλουτων και των τραπεζιτών και των μεγαλεμπόρων και των μεγαλοκτηματιών και των ανωτέρων κληρικών και των πλουσίων πολιτευομένων και όλων των μεγάλων παραδούχων, οι οποίοι έχουν τας εωσφορικάς αξιώσεις να πρωτοστατούν εις τας τιμάς και εις τ’ αξιώματα;
              (Εφημ. Εστία, 28-5-1897)